καταρρυής

καταρρυής
καταρρυής, -ές (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας
2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β' -ρρύ-ην), πρβλ. αιμο-ρρυής, περι-ρρυής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταρρυῇς — καταρρέω flow down aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρυεῖς — καταρρέω flow down aor subj pass 2nd sg (epic) καταρρυής slipping away masc/fem acc pl καταρρυής slipping away masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”